Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Βρυξέλλες ώρα μηδέν (της Μαριάνθης Τεντζεράκη)

Βρυξέλλες ώρα μηδέν

Έχω ανάψει τη θέρμανση αλλά το σώμα μου δε λέει να σταματήσει να τρέμει. Ίσως τελικά αυτό που κρυώνει να είναι η ψυχή μου. Μετά από κάποιες σπόντες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έπιασα κάτι περί «τρομοκρατικής επίθεσης» και περί Βρυξελλών. Το βράδυ λοιπόν έκατσα να δω ειδήσεις και από ότι πληροφορήθηκα, μετράμε ήδη τριάντα νεκρούς.

Τριάντα άνθρωποι που χτες ξεκίνησαν για επαγγελματικά ταξίδια ή για αναψυχή αλλά τελικά γεύτηκαν το πιο πικρό ταξίδι: το θάνατο.
Βρυξέλλες, καλοκαίρι 2015. Για πέντε ημέρες κατορθώσαμε με την οικογένειά μου να αφήσουμε τα πάντα πίσω και να πάμε στην καρδιά της Ευρώπης. Πράσινο, λουλούδια και πολλά γλυκά. Αρχιτεκτονική σαν από παραμύθι και γλώσσες από Γερμανικά έως Γαλλικά και Ολλανδικά. Η πλατεία τους να μαζεύει όλο τον κόσμο. Μέχρι που βρήκαμε και Έλληνες: ένα ζευγαράκι να ζητάει φωτογραφία ενώ ανταλλάζει τρυφερά βλέμματα και ανέμελα γελάκια. Όλα, όλα ήταν πανέμορφα: στη Μπριζ οι παππούδες να κοιτάνε το σκισμένο μου τζιν εμβρόντητοι, και εγώ με τη μαμά μου να γελάμε. Να γελάμε σαν κοριτσάκια. Διακοπές.
«Έλα μαμά, είδα ειδήσεις» ξεκίνησα στο τηλέφωνο, υποσχόμενη στον εαυτό μου να μην κλάψω. Και εκείνη άρχισε να μου λέει ότι ζούμε πόλεμο, άλλου είδους πόλεμο με τρομοκρατία και πως όλα απειλούνται, όλες οι χώρες. Και μετά με ρώτησε αν θυμάμαι την πλατεία τους που συνδύαζε όλων των λογιών τα χρώματα και τους ανθρώπους και εκείνο το μαγαζί το ροκ εν ρολ που αγόρασες τη μπλούζα, όχι μαμά το χαρντ ροκ εννοείς, ναι αυτό. Μαμά σταμάτα. Πονάω. Εκεί που περπάτησα και γέλασα και θαύμασα, εκεί τώρα μαμά, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους. Και οι στρατιωτικοί κόβουν βόλτες μαμά. Γιατί δεν υπάρχει ασφάλεια μαμά. Και εγώ φοβάμαι. Όχι απαραίτητα τι θα συμβεί σε μένα. Αλλά στον κόσμο μου, στους προορισμούς που θέλω να πάω και στους φίλους μου και στο μπαμπά που ταξιδεύει. Αλλά και στους αγνώστους μου που έχουν τα ίδια δικαιώματα με μένα. Αλλά ίσως να μην τα καταφέρουν Κανείς τους, κανείς μας. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι μαμά? Ότι κανείς δε μπορεί να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Κανείς δε μπορεί να με σώσει και να μου εξασφαλίσει τίποτα. Αυτοί είναι φανατισμένοι, δηλαδή τρελοί οπότε δε ξέρω αν θα τα καταφέρω να σπουδάσω έξω ή να μάθω το «σε αγαπώ» στα ισπανικά. 
Η μαμά στην άλλη γραμμή κρατάει τη φωνή της σταθερή. Είναι δυνατή. Εγώ όμως σπάω και ανεβοκατεβάζω τα ντεσιμπέλ ή κάνω παύσεις. Τελικά όμως θα καταλήξουμε στη σχολή και στη ρουτίνα μας. Και μετά όλα καλά. Εγώ όμως ξέρω ότι άμα κλείσουμε θα γίνω χειρότερα, γιατί θα είμαι μόνη και θα φοβάμαι. Όχι για μένα επαναλαμβάνω. Χέστηκα. Για τους φίλους μου και τον αδερφό μου. Για τα παιδιά του νηπιαγωγείου δίπλα στο σπίτι και για τους ανθρώπους που στήνουν κάθε Τετάρτη τη λαική. Λυπάμαι μαμά. Το ακουστικό έχει μουσκέψει. Πρέπει να κλείσω.

Τεντζεράκη Μαριάνθη

Πηγή: Πιερία

Οι πιο πρόσφατες αναρτήσεις